- αδόντιαστος
- -η, -ο [δοντιάζω]1. αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη δόντια (για νήπια και νεογνά ζώων)2. αυτός στον οποίο δεν μπορούν να εισχωρήσουν τα δόντια, σκληρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδόντιαστος, -η — ο αυτός που δεν απόχτησε ακόμη δόντια: Το μωρό ήταν ακόμη αδόντιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)